προσκατέλιπον

προσκατέλιπον
προσκαταλείπω
leave besides as a legacy
aor ind act 3rd pl
προσκαταλείπω
leave besides as a legacy
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσκαταλείπω — Α [καταλείπω] 1. αφήνω επί πλέον ως κληρονομιά («ἀρχήν... προσκατέλιπον», Θουκ.) 2. εγκαταλείπω, αφήνω ή χάνω επί πλέον («προσκαταλείπειν σχολήν», Πλούτ.) 3. αφήνω περίσσευμα 4. αφήνω κάτι πίσω μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”